παρα - παχύ
- παρα-δι-όρθωμα
- παρα-δι-όρθωσις
- παρα-δι-ήγημα
- παρα-δι-ήγησις
- παρα-δια-ζεύγνῡμι
- παρα-δια-ζευκτικός
- παρα-διά-ζευξις
- παρα-δια-στέλλω
- παρα-δια-στολή
- παρα-δια-τάσσομαι
- παρα-δια-τριβή
- παρα-δια-φέρομαι
- παρα-διαιτάομαι
- παρα-διᾱκονέω
- παρα-διδάσκω
- παρα-διδράσκω
- παρα-δίδωμι
- παρα-δικάζω
- παρα-διώκω
- παρα-δογματίζω