- παρα-δια-τάσσομαι
παρα-δια-τάσσομαι, att. -τάττομαι, umordnen, abändern, Hierocl. bei Stob. Flor. 39, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-δια-τάσσομαι, att. -τάττομαι, umordnen, abändern, Hierocl. bei Stob. Flor. 39, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek