- παρα-δικάζω
παρα-δικάζω, falsch richten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-δικάζω, falsch richten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρεδίκαζον — παρά δικάζω Bis Acc. imperf ind act 3rd pl παρά δικάζω Bis Acc. imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδικάζειν — παρά δικάζω Bis Acc. pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδικάζοντας — παρά δικάζω Bis Acc. pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδικάσαι — παραδικά̱σᾱͅ , παρά δικάζω Bis Acc. fut part act fem dat sg (doric) παρά δικάζω Bis Acc. aor inf act παραδικάσαῑ , παρά δικάζω Bis Acc. aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek