παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek
εύδοξος — I (αρχές 2ου αι. π.Χ.). Θαλασσοπόρος από την Κύζικο. Έφτασε δύο φορές στις Ινδίες, προσεγγίζοντας επίσης στις ακτές της Σομαλίας. Στη συνέχεια περιέπλευσε τη δυτική Αφρική, προσπαθώντας ίσως να φτάσει στις ίδιες χώρες από τη θάλασσα. Έφτασε στα… … Dictionary of Greek
πρόδοξος — ον, ΜΑ αυτός που κρίνει ένα ζήτημα επιπόλαια, χωρίς να τό εξετάσει προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δοξος (< δόξα), πρβλ. παρά δοξος] … Dictionary of Greek
парадо́кс — а, м. Мнение, суждение, резко расходящееся с обычным, общепринятым, противоречащее здравому смыслу. Мысль, представлявшаяся ему сначала как странность, как парадокс, даже как шутка, все чаще и чаще находя себе подтверждение в жизни, вдруг… … Малый академический словарь
paradox — para|dọx, in fachspr. Fügungen: para̱|doxus, ...xa, ...xum [von gr. παραδοξος = wider Erwarten, unglaublich]: ungewöhnlich, widersinnig, einander widersprechende Symptome zeigend; z. B. in der Fügung ↑Ischuria paradoxa … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Paradoja — Saltar a navegación, búsqueda Paradoja, del griego παρα (para) y δόξος (doxos), que significa “más allá de lo creíble”, es un concepto filosófico que emplea la lógica (Filosófico – Lógico) para darle nombre a situaciones, textos o circunstancias… … Wikipedia Español
παράδοξος — η, ο / παράδοξος, ον, ΝΑ αυτός που γίνεται παρά προσδοκία, απίστευτος, απίθανος, παράξενος, αλλόκοτος (α. «οι ιστορίες του είναι πάντα παράλογες και παράδοξες» β. «πάνυ γὰρ παράδοξα λέγεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός παθολογικού… … Dictionary of Greek