ῄών

ῄών

ῄών, όνος, ἡ, zsgz. aus ἠϊών, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἤων — ἀάω hurt imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀάω hurt imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾐών — ἠιών shore fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾔων — ἤια provisions for a journey neut gen pl ᾔ̱ων , ἤια provisions for a journey neut gen pl ἤιος masc gen pl ᾖα sum neut gen pl ἠιόω provide with food imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἠιόω provide with food imperf ind act 1st sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… …   Wikipedia

  • REGUM Filii — diverbiô sollenni olim universi Israelitae dicti sunt, ob singularem generis et Reip. sanctioris dignitatem nobilitatemque. Unde non semel occurrit in Talmudibus illud Rabb. Simeonis velut vulgari usu atque existimatione notissimum, Universi… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηιών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Μακεδονίας. Στην αριστερή όχθη του Στρυμόνα, σε απόσταση 25 σταδίων από την Αμφίπολη, o Ξέρξης κατασκεύασε κοντά της γέφυρα για να περάσει ο περσικός στρατός στη Μακεδονία. Αργότερα, o Πέρσης στρατηγός… …   Dictionary of Greek

  • ξυνήων — ξυνήων, ονος, δωρ. τ. ξυνάων και ξυνάν, ιων. τ. ξυνέων, αττ. τ. ξυνών, ὁ (Α) 1. αυτός που κατέχει κάτι από κοινού με άλλους, κοινωνός, μέτοχος («κηφῆνας βόσκουσι, κακῶν ξυνήοντας ἔργων». Ησίοδ.) 2. (στους τ. ξυνάν και ξυνών) φίλος 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”