ῄνιγμένως

ῄνιγμένως

ῄνιγμένως (von αἰνίσσω), räthselhaft, καὶ παραβολικῶς Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηνιγμένως — ᾐνιγμένως (Α) επίρρ. αινιγματωδώς, όπως σε αινίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηνιγμένος, μτχ. παρακμ. τού αινίσσομαι «μιλάω αινιγματικά»] …   Dictionary of Greek

  • ᾐνιγμένως — αἰνίσσομαι speakdarkly perf part mp masc acc pl (doric) αἰνίζομαι perf part mp masc acc pl (doric) αἰνίζω perf part mp masc acc pl (doric) ᾐνιγμένως as in a riddle indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”