- ῑτέϊνος
ῑτέϊνος, von Weiden gemacht, geflochten; ῥάβδος Her. 4, 67; σάκεα Theocr. 16, 79; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ῑτέϊνος, von Weiden gemacht, geflochten; ῥάβδος Her. 4, 67; σάκεα Theocr. 16, 79; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιτέινος — ἰτέινος, εΐνη, ον (Α) αυτός που προέρχεται ή είναι κατασκευασμένος από ξύλο ή κλάδους ιτιάς («ῥάβδοισι ἰτεΐνησι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰτέα + επίθημα ινος (πρβλ. δρύ ινος, ξυλ ινος)] … Dictionary of Greek
ἰτείνων — ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow fem gen pl ἰ̱τεΐνων , ἰτέινος of willow masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτέινον — ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow masc acc sg ἰ̱τέϊνον , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ένιος — α, ο 1. κατάληξη επιθέτων που σημαίνει ότι το προσδιοριζόμενο από το επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο π.χ. μεταξένιος, σιδερένιος, ατσαλένιος κ.λπ. 2. δηλώνει ότι το πρόσωπο ή πράγμα που προσδιορίζεται από το επίθετο έχει… … Dictionary of Greek
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
ἰτείνοις — ἰ̱τεΐνοις , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτείνοισιν — ἰ̱τεΐνοισιν , ἰτέινος of willow masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτείνῃσι — ἰ̱τεΐνῃσι , ἰτέινος of willow fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰτέινα — ἰ̱τέϊνα , ἰτέινος of willow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)