- ἱμερό-νους
ἱμερό-νους, von liebenswürdigem Geiste, Orph. H. Adon. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμερό-νους, von liebenswürdigem Geiste, Orph. H. Adon. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μυχόνους — μυχόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που δεν εξωτερικεύει τις σκέψεις του, κρυψίνους, καχύποπτος, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + νοῦς (πρβλ. ιμερό νους, κακό νους)] … Dictionary of Greek