ιμερόεις — ἱμερόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που διεγείρει πόθο, επιθυμία, ο θελκτικός (α. «ἱμερόεντα ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ. β. «χροὸς ἱμερόεντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἱμερόεσσαν ἀοιδήν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἱμερόεις γόος» η ανάγκη να ξεσπάσει κάποιος σε κλάμα και θρήνο… … Dictionary of Greek
ἱμερόεις — ἱ̱μερόεις , ἱμερόεις exciting desire masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόενθ' — ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire masc acc sg ἱ̱μερόεντι , ἱμερόεις exciting desire masc/neut dat sg ἱ̱μερόεντε , ἱμερόεις exciting desire masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόεντ' — ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire masc acc sg ἱ̱μερόεντι , ἱμερόεις exciting desire masc/neut dat sg ἱ̱μερόεντε , ἱμερόεις exciting desire masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμεροέστατον — ἱ̱μεροέστατον , ἱμερόεις exciting desire masc acc superl sg ἱ̱μεροέστατον , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόεν — ἱ̱μερόεν , ἱμερόεις exciting desire masc voc sg ἱ̱μερόεν , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόεντα — ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερόεσσ' — ἱ̱μερόεσσα , ἱμερόεις exciting desire fem nom/voc sg ἱ̱μερόεσσαι , ἱμερόεις exciting desire fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ADONIS — I. ADONIS idis, fil. Cynarae, Cypriorum regis, et Myrrhae eius filiae, quem Venus in deliciis habuit. Hic dum in Idalio nemore venabatur, primô aetatis flore, apri dente sub inguine perenssus periit, atque a Vevere post multas lacrimas in florem… … Hofmann J. Lexicon universale
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
βλαβόεις — βλαβόεις, εσσα, εν (Α) ο βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)] … Dictionary of Greek