- ἱμερόομαι
ἱμερόομαι, dep. pass., = ἱμείρω, τινός, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμερόομαι, dep. pass., = ἱμείρω, τινός, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱμεροῦσθαι — ἱμερόομαι have sexual intercourse with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμερωθεῖσαι — ἱμερόομαι have sexual intercourse with aor part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)