- ἱματιο-κάπηλος
ἱματιο-κάπηλος, ὁ, Kleiderhändler, Luc. de merc. cond. 38 Pseudol. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματιο-κάπηλος, ὁ, Kleiderhändler, Luc. de merc. cond. 38 Pseudol. 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σωματοκάπηλος — ὁ, Α δουλέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + κάπηλος (πρβλ. ιματιο κάπηλος)] … Dictionary of Greek