- ἱματιο-μισθωτής
ἱματιο-μισθωτής, ὁ, dasselbe, nach Poll. a. a. O. die ältere Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματιο-μισθωτής, ὁ, dasselbe, nach Poll. a. a. O. die ältere Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμομισθωτής — κωμομισθωτής, ὁ (Α) υπάλληλος που ήταν εντεταλμένος για την εκμίσθωση κτημάτων τής κώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + μισθωτής (μισθοῦμαι), πρβλ. ιματιο μισθωτής, υπο μισθωτής] … Dictionary of Greek