- ἱματιο-κλέπτης
ἱματιο-κλέπτης, ὁ, Kleiderdieb, D. L. 6, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἱματιο-κλέπτης, ὁ, Kleiderdieb, D. L. 6, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κηριοκλέπτης — κηριοκλέπτης, ὁ (Α) αυτός που κλέβει κηρήθρα, τίτλος τού δέκατου ένατου ειδυλλίου τού Θεόκριτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρίον + κλέπτης (< κλέπτης), πρβλ. ζωο κλέπτης, ιματιο κλέπτης] … Dictionary of Greek
σιτοκλέπτης — ὁ, ΜΑ κλέφτης σιταριού ή άλλων δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + κλέπτης (< κλέπτω), πρβλ. ἱματιο κλέπτης] … Dictionary of Greek