- ὑδρό-δρομος
ὑδρό-δρομος, im Wasser laufend, schwimmend, Orph. H. 23, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρό-δρομος, im Wasser laufend, schwimmend, Orph. H. 23, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υλοδρόμος — ον, Α αυτός που διατρέχει τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. υδρο δρόμος] … Dictionary of Greek