- ὑδρόεις
ὑδρόεις, εσσα, εν, wässerig, Εὐρώταν, Eur. Hel. 355; im Wasser, Wasser liebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρόεις, εσσα, εν, wässerig, Εὐρώταν, Eur. Hel. 355; im Wasser, Wasser liebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υδρόεις — εσσα, εν και συνηρ. τ. θηλ. Ὑδροῡσσα, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τού αρέσει το νερό, υδροχαρής 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Ὑδροῡσσα α) ονομασία τής νήσου Τήνος β) νησί κοντά στην Αττική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ὑδρόεντα — ὑδρόεις fond of the water neut nom/voc/acc pl ὑδρόεις fond of the water masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρόεντι — ὑδρόεις fond of the water masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδρόεσσα — ὑδρόεις fond of the water fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek