- ὑδρό-μελι
ὑδρό-μελι, τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑδρό-μελι, τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλόμελι — μηλόμελι, ιτος, το (Α) μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνό μελι, υδρό μελι)] … Dictionary of Greek