- ἐν-τάμνω
ἐν-τάμνω, ion. = ἐντέμνω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τάμνω, ion. = ἐντέμνω, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάμνω — Α (επικ., ιων. και δωρ. τ.) βλ. τέμνω … Dictionary of Greek
τάμνω — τέμνω cut pres subj act 1st sg τέμνω cut pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
tem-1, tend- — tem 1, tend English meaning: to cut Deutsche Übersetzung: ‘schneiden” Material: Gk. τέμνω, Hom. Ion. Dor. τάμνω (Hom. τέμει) “cut, bite” (ἔταμον and ἔτεμον, τεμῶ, τέτμηκα, τμητός); τομός “incisive”, τόμoς “break, section, part;… … Proto-Indo-European etymological dictionary
тну — тять бить , стар.; укр. тну, тяти резать, рубить, косить, бить, кусать , блр. цяць, тну, др. русск. тьну, тѧти рубить, сечь, зарубить , потѧти убить (тьметь у Мi. LР 1027 является опечаткой; см. Вондрак, Aksl. Gr. 365; Траутман, ВSW 324), словен … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
υπεκπροτάμνω — Α ιων. τ. προχωρώ και τέμνω («ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε ναῡς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρὸ τάμνω, ιων. τ. τού τέμνω] … Dictionary of Greek