- ἐντέρινος
ἐντέρινος, dasselbe, Schol. Ar. Ran. 233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐντέρινος, dasselbe, Schol. Ar. Ran. 233.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εντέρινος — η, ο (Α ἐντέρινος, η, ον) κατασκευασμένος από έντερα («αἱ χορδαὶ ἐντέριναι ἦσαν») … Dictionary of Greek
εντέρινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από έντερο. 2. εντερικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντέριναι — ἐντέρινος made of gut fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)