ἐντέριον, τό, das Innere, bei M. Anton. 6, 13 Schamglied.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εντέριον — ἐντέριον, το (Α) το πέος … Dictionary of Greek
ἐντέριον — privy parts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντερίου — ἐντέριον privy parts neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)