ἐν-τέμνω

ἐν-τέμνω

ἐν-τέμνω (s. τέμνω, 1) einschneiden, hineinschneiden, γράμματα ἐν λίϑοις Her. 8, 22; Sp.; τὴν μήρινϑον, zerschneiden, Luc. – 2) ein Opferthier schlachten; absol., ἥρωϊ ἐντ. Thuc. 5, 11; Luc. Scyth. 1; σφάγιά τινι, Plut. Sol. 9; med., τόμιον ἐντεμοίμεϑα Ar. Lys. 192. – 31 von dem Arzte hergenommen, ἄκος ὕπνου, ein Heilmittel gegen den Schlaf bereiten, Aezeh. Ag. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέμνω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τέμνω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει στη μαθηματική ορολογία ως ουσιαστικό (η τέμνουσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τέμνω — cut pres subj act 1st sg τέμνω cut pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • τάμνον — τέμνω cut pres part act masc voc sg τέμνω cut pres part act neut nom/voc/acc sg τέμνω cut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνον — τέμνω cut pres part act masc voc sg τέμνω cut pres part act neut nom/voc/acc sg τέμνω cut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμοῦσι — τέμνω cut aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τέμνω cut fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) τέμνω cut fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεμοῦσιν — τέμνω cut aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τέμνω cut fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) τέμνω cut fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετμημένα — τέμνω cut perf part mp neut nom/voc/acc pl τετμημένᾱ , τέμνω cut perf part mp fem nom/voc/acc dual τετμημένᾱ , τέμνω cut perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάμνετε — τέμνω cut pres imperat act 2nd pl τέμνω cut pres ind act 2nd pl τέμνω cut imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάμνῃ — τέμνω cut pres subj mp 2nd sg τέμνω cut pres ind mp 2nd sg τέμνω cut pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέμνεσθε — τέμνω cut pres imperat mp 2nd pl τέμνω cut pres ind mp 2nd pl τέμνω cut imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”