τέμνω — βλ. πίν. 1 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: τέμνω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει στη μαθηματική ορολογία ως ουσιαστικό (η τέμνουσα) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τέμνω — cut pres subj act 1st sg τέμνω cut pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
τάμνον — τέμνω cut pres part act masc voc sg τέμνω cut pres part act neut nom/voc/acc sg τέμνω cut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνον — τέμνω cut pres part act masc voc sg τέμνω cut pres part act neut nom/voc/acc sg τέμνω cut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τέμνω cut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμοῦσι — τέμνω cut aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τέμνω cut fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) τέμνω cut fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεμοῦσιν — τέμνω cut aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τέμνω cut fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) τέμνω cut fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετμημένα — τέμνω cut perf part mp neut nom/voc/acc pl τετμημένᾱ , τέμνω cut perf part mp fem nom/voc/acc dual τετμημένᾱ , τέμνω cut perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάμνετε — τέμνω cut pres imperat act 2nd pl τέμνω cut pres ind act 2nd pl τέμνω cut imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάμνῃ — τέμνω cut pres subj mp 2nd sg τέμνω cut pres ind mp 2nd sg τέμνω cut pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέμνεσθε — τέμνω cut pres imperat mp 2nd pl τέμνω cut pres ind mp 2nd pl τέμνω cut imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)