- ἐν-τάνυσις
ἐν-τάνυσις, ἡ, das Anspannen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-τάνυσις, ἡ, das Anspannen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τάνυσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάνυσις — ύσεως, ἡ, Α βλ. τάνυση … Dictionary of Greek
τανύσει — τάνυσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) τανύσεϊ , τάνυσις fem dat sg (epic) τάνυσις fem dat sg (attic ionic) τανύω stretch aor subj act 3rd sg (epic) τανύω stretch fut ind mid 2nd sg τανύω stretch fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύσεις — τάνυσις fem nom/voc pl (attic epic) τάνυσις fem nom/acc pl (attic) τανύω stretch aor subj act 2nd sg (epic) τανύω stretch fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανύσιος — τάνυσις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάνυσιν — τάνυσις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάνυση — η / τάνυσις, ύσεως, ΝΑ [τάνυμαι/ τανύω] 1. η ενέργεια τού τανύω, τέντωμα 2. μτφ. ένταση προσπάθειας, σφίξιμο … Dictionary of Greek
τανύσῃ — τανύσηι , τάνυσις fem dat sg (epic) τανύω stretch aor subj mid 2nd sg τανύω stretch aor subj act 3rd sg τανύω stretch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)