- ἐμ-παίκτρια
ἐμ-παίκτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐμ-παίκτρια, ἡ, fem. zum Vorigen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παίκτης — και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) [παίζω] πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι νεοελλ. 1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα 2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια αρχ. χορευτής ή παίκτης … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
χαρτοπαίκτης — και χαρτοπαίχτης, ο, θηλ. χαρτοπαίκτρια και χαρτοπαίχτρια και χαρτοπαίχτρα, Ν αυτός που παίζει, συστηματικά, τυχερά παιχνίδια με τραπουλόχαρτα, που κατέχεται από το πάθος τής χαρτοπαιξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίκτης / παίκτρια. Η λ.… … Dictionary of Greek