ἐμ-παίκτης

ἐμ-παίκτης

ἐμ-παίκτης, , der da verspottet, der Betrüger, N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παίκτης — και παίχτης, ο, θηλ. παίκτρια και παίχτρια (Α παίκτης, θηλ. παίκτειρα) [παίζω] πρόσωπο που μετέχει σε παιχνίδι νεοελλ. 1. αθλητής σε ομαδικό άθλημα 2. αυτός που παίζει με εμπειρία και πάθος τυχερά ή άλλα παιχνίδια αρχ. χορευτής ή παίκτης …   Dictionary of Greek

  • παῖκτα — παίκτης dancer masc voc sg παίκτης dancer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παικτῶν — παίκτης dancer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῖκται — παίκτης dancer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παίκτου — παίκτης dancer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • γκολφ — Άθλημα ανοιχτού χώρου. Κατά τη διάρκειά του, κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την μπάλα με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου.Κάθε παίκτης χτυπάει την μπάλα με κατάλληλα ρόπαλα… …   Dictionary of Greek

  • πινγκ-πονγκ — (ήεπιτραπέζιο τένις). Παιχνίδι που παίζεται από 2 ή 4 παίκτες ανά ζεύγη, που χρησιμοποιούν για χώρο παιγνιδιού ένα τραπέζι, και ακολουθεί, με μικρές μεταβολές, όλους τους κανονισμούς τους τένις. Το τραπέζι έχει κανονικά πράσινο χρώμα με άσπρο… …   Dictionary of Greek

  • κότταβος — Παιχνίδι δεξιοτεχνίας κατά την αρχαιότητα, το οποίο πιθανώς προήλθε από τη Σικελία. Ήταν πολύ συνηθισμένο στα συμπόσια του 4ου και του 5ου αι. π.Χ., καθώς συμμετείχαν σε αυτό ακόμη και εταίρες. Σκοπός του παίκτη ήταν να ρίξει το κρασί που είχε… …   Dictionary of Greek

  • βόλεϊ μπολ ή πετοσφαίριση — (volleyball). Αθλητικό αγώνισμα που παίζεται από δύο ομάδες, οι οποίες για να κερδίσουν πόντο πρέπει να πετάξουν την μπάλα από την άλλη πλευρά του φιλέ, έτσι ώστε αυτή να πέσει στο αντίπαλο γήπεδο αγγίζοντας το έδαφος ή αναγκάζοντας τους παίκτες… …   Dictionary of Greek

  • κοντοπαίκτης — κοντοπαίκτης, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης, χαρτο παίκτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”