ἐπ-ῳάζω

ἐπ-ῳάζω

ἐπ-ῳάζω, auf den Eiern sitzen, brüten, ἄνωϑεν, Arist. H. A. 5, 33 u. oft, wie Plut.; – ausbrüten lassen, οἱ Αἰγύπτιοι οὐκ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίϑων, sie lassen die Eier nicht durch Hühner ausbrüten, D. Sic. 1, 74. Vgl. ἐπῴζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ωάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκούω, τίθημι». [ΕΤΥΜΟΛ. < δωρ. τ. ὤς / ὤας/ ὤατα τού οὖς «αφτί»] …   Dictionary of Greek

  • επωάζω — (AM ἐπῳάζω) 1. (για πτηνά) εξασφαλίζω με το πτέρωμα τού σώματός μου κατάλληλη θερμοκρασία επί ορισμένο χρονικό διάστημα στα αβγά για να εκκολαφθούν («ἐπῳαζούσης τῆς ὄρνιθος», Αριστοτ.) 2. (για φίδια, ερπετά, αμφίβια) τοποθετώ τα αβγά σε χώρο που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”