- ἐπ-ῳάδιος
ἐπ-ῳάδιος, auf dem Ei, d. i. ausgekrochen, Opp. H. 1, 752; alte Lesart ὑπῳάδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ῳάδιος, auf dem Ei, d. i. ausgekrochen, Opp. H. 1, 752; alte Lesart ὑπῳάδιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπωάδιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον φλοιό τού αβγού, που δεν έχει ακόμη εκκολαφθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ᾠόν + κατάλ. άδιος (πρβλ. ἐπ ῳάδιος)] … Dictionary of Greek