- ἐπ-ῳδικός
ἐπ-ῳδικός, ή, όν, zum ἐπῳδός gehörig, den Schlußgesang betreffend, epodisch, Hephaest. (vgl. ἐπῳδός); – κῶλον ἐπῳδικόν, ein kurzer Vers, der auf einen längern folgt, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ῳδικός, ή, όν, zum ἐπῳδός gehörig, den Schlußgesang betreffend, epodisch, Hephaest. (vgl. ἐπῳδός); – κῶλον ἐπῳδικόν, ein kurzer Vers, der auf einen längern folgt, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ᾠδικός — musical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
ωδικός — ή, ό 1. ο ικανός στο να τραγουδά: Τα πουλιά αυτά λέγονται ωδικά. 2. για το θηλ. ως ουσ., ωδική βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ᾠδικά — ᾠδικός musical neut nom/voc/acc pl ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc/acc dual ᾠδικά̱ , ᾠδικός musical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτερον — ᾠδικός musical adverbial comp ᾠδικός musical masc acc comp sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικωτάτων — ᾠδικός musical fem gen superl pl ᾠδικός musical masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικῶν — ᾠδικός musical fem gen pl ᾠδικός musical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικόν — ᾠδικός musical masc acc sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατα — ᾠδικός musical adverbial superl ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾠδικώτατον — ᾠδικός musical masc acc superl sg ᾠδικός musical neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠιδικοί — ᾠδικός musical masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)