ἐπι-μάστιος

ἐπι-μάστιος

ἐπι-μάστιος, = Vor., Poll. 2, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμάστιος — ἐπιμάστιος, ον (Α) επιμαστίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι μάστιος)] …   Dictionary of Greek

  • ποτιμάστιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στον μαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + μαστός (πρβλ. επι μάστιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”