- ἐπι-νάσσω
ἐπι-νάσσω (s. νάσσω), dazu-, vollstopfen, τράπεζαί γ' εἰσὶν ἐπινενασμέναι ἀγαϑῶν ἁπάντων Ar. Eccl. 838, Dind. ἐπινενησμέναι, überhäuft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νάσσω (s. νάσσω), dazu-, vollstopfen, τράπεζαί γ' εἰσὶν ἐπινενασμέναι ἀγαϑῶν ἁπάντων Ar. Eccl. 838, Dind. ἐπινενησμέναι, überhäuft.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπινενασμέναι — ἐπί νάσσω press perf part mp fem nom/voc pl ἐπινενασμένᾱͅ , ἐπί νάσσω press perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινένακται — ἐπί νάσσω press perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επινάσσω — ἐπινάσσω (AM) γεμίζω, στοιβάζω ακόμη περισσότερο αρχ. παθ. ἐπινάσσομαι (για γάλα) πήζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νάσσω «στοιβάζω»] … Dictionary of Greek