ἐπι-μάσσω

ἐπι-μάσσω

ἐπι-μάσσω, durchkneten, Schol. Ar. Pax 14. – Med. betasten, = ἐπιμαίομαι; man zieht hiether πατὴρ δεξιτερᾷ κεφαλὰν ἐπιμάσσεται Pers. 4 (VII, 730), wo früher ἐπιμάσσατο stand, und das fut. auch erklärt werden kann. Sonst ist ἐπιμάσσομαι fut., u. ἐπεμασσάμην aor. zu ἐπιμαίομαι 2).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιμάσσω — ἐπιμάσσω και ἐπιμάττω (Α) 1. ξαναζυμώνω 2. μέσ. ἐπιμάσσομαι ψηλαφώ, αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μάσσω «ζυμώνω, τρίβω»] …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • επιφθύζω — ἐπιφθύζω (Α) φτύνω για να αποφύγω μαγική επίδραση («καὶ λέγ’ ἐπιφθύζοισα τὰ Δέλφιδος ὀστία μάσσω », Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φθύζω, παράλλ. τ. τού πτύω βλ. λ., που απαντά μόνο στο παρόν σύνθετο ρήμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”