- ἐπι-νάστιος
ἐπι-νάστιος (ναίω), = ἔποικος, als Fremdling eingezogen, Ap. Rh. 1, 795.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-νάστιος (ναίω), = ἔποικος, als Fremdling eingezogen, Ap. Rh. 1, 795.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επινάστιος — ἐπινάστιος, ον (Α) μέτοικος, έποικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * νάστιος (< θ. νασ τού ρ. ναίω «κατοικώ». Πρβλ. παθ. αόρ. ε νασ θην. Μαρτυρείται και η γλώσσα νάστης), τ. πού απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. μετα νάστιος)] … Dictionary of Greek