- ἐπι-ανδάνω
ἐπι-ανδάνω, für ἐφανδάνω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-ανδάνω, für ἐφανδάνω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιανδάνω — ἐπιανδάνω (Α) εφανδάνω, αρέσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανδάνω «δίνω ευχαρίστηση σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
εφανδάνω — ἐφανδάνω, επικ. τ. ἐπιανδάνω (Α) είμαι ευχάριστος, αρέσω, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («ἐμοὶ δ ἐπιανδάνει οὕτως», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁνδάνω «αρέσω»] … Dictionary of Greek
ἐπάναδον — ἐπί , ἀνά ἁνδάνω please aor ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) ἐπί , ἀνά ἁνδάνω please aor ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek