- ἐπι-μανθάνω
ἐπι-μανθάνω (s. μανϑάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανϑάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μανθάνω (s. μανϑάνω), dazu, danach lernen, Her. 1, 131. 2, 160; Ggstz προμανϑάνω, Thuc. 1, 138; Xen. Oec. 10, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek
επιμανθάνω — ἐπιμανθάνω (Α) [μανθάνω] μαθαίνω επί πλέον ή μαθαίνω κατόπιν («oὔτε προμαθὼν ἐς αὐτὴν οὐδὲν οὔτ’ ἐπιμαθών», Θουκ.) … Dictionary of Greek
επιμηθής — ἐπιμηθής, ές (Α) σκεπτικός, προσεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μηθής (< *μήθος, αμάρτυρος τ. ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. προ μηθής)] … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
μεταμήθεια — μεταμήθεια, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μετάνοια». [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + * μήθεια (< * μηθής < *μῆθος, τ. που σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω και απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. προμηθής), πρβλ. επι μήθεια] … Dictionary of Greek
νημηθής — νημηθής, ές (Α) απερίσκεπτος, άμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + * μηθής (< *μήθος, αμάρτυρος τ., ο οποίος σχετίζεται πιθ. με το μανθάνω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. επι μηθής, προ μηθής)] … Dictionary of Greek