- ἐπι-μανδαλωτόν
ἐπι-μανδαλωτόν, τό, ein wollüstiger Kuß, bei dem sich die Zungen berühren, Ar. Ach. 1201; vgl. das simplex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-μανδαλωτόν, τό, ein wollüstiger Kuß, bei dem sich die Zungen berühren, Ar. Ach. 1201; vgl. das simplex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιμανδαλωτόν — ἐπιμανδαλωτόν, τὸ (Α) ηδονικό φιλί, όπως το καταγλώττισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μανδαλωτόν (< μάνδαλος «παθητικό φιλί»)] … Dictionary of Greek