ἐπιτήδευσις

ἐπιτήδευσις

ἐπιτήδευσις, , das Betreiben eines Geschäftes, Gewerbes, Studiums, πράγματος Plat. Gorg. 524 d; ἀρετῆς Legg. IX, 853 b; ἡ πᾶσα ἐς ἀρετὴν νενομισμένη ἐπ., die tugendhafte Lebensweise, Thuc. 7, 86; übertriebene Sorgfalt, βιότου δ' ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν Eur. Hipp. 261; τὸ ἐξ ἐπιτηδεύσεως ἅπαν, alles Erkünstelte, Gesuchte, D. Hal. de Lys. 8. Uebh. = ἐπιτήδευμα, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιτήδευσις — devotion fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσει — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτηδεύσεϊ , ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (attic ionic) ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg ἐπιτηδεύω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσεις — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιτήδευσις devotion fem nom/acc pl (attic) ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσεσι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσεσιν — ἐπιτήδευσις devotion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσηι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj mid 2nd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύσιες — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτήδευσιν — ἐπιτήδευσις devotion fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КАЛОКАГАТИЯ —     КАЛОКАГАТИЯ (греч. καλοκἀγαθία, τὸ καλὸν κἀγαθόν), термин античной этики, образованный из прилагательных καλός (прекрасный) и ἀγαθός (хороший, добрый) и переводимый как «нравственная красота»; καλός κἀγαθός человек прекрасный, добродетельный …   Античная философия

  • МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ —     МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ (Caius Musonius Rufus) (1 в. н. Э.), представитель Поздней Стой, учитель Эпиктета.     Родом из этрусского города Вольсинии, из сословия всадников (Tac. Hist. Ill 81; Suda. s. ν. Μουσώνιος Καπίτωνος). Год рождения не позднее… …   Античная философия

  • επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”