ἐπιτήδευσις — devotion fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσει — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιτηδεύσεϊ , ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (attic ionic) ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg ἐπιτηδεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσεις — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc pl (attic epic) ἐπιτήδευσις devotion fem nom/acc pl (attic) ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιτηδεύω pursue fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσεσι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσεσιν — ἐπιτήδευσις devotion fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσηι — ἐπιτήδευσις devotion fem dat sg (epic) ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj mid 2nd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue aor subj act 3rd sg ἐπιτηδεύσῃ , ἐπιτηδεύω pursue fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδεύσιες — ἐπιτήδευσις devotion fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήδευσιν — ἐπιτήδευσις devotion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КАЛОКАГАТИЯ — КАЛОКАГАТИЯ (греч. καλοκἀγαθία, τὸ καλὸν κἀγαθόν), термин античной этики, образованный из прилагательных καλός (прекрасный) и ἀγαθός (хороший, добрый) и переводимый как «нравственная красота»; καλός κἀγαθός человек прекрасный, добродетельный … Античная философия
МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ — МУЗОНИЙ РУФ ГАЙ (Caius Musonius Rufus) (1 в. н. Э.), представитель Поздней Стой, учитель Эпиктета. Родом из этрусского города Вольсинии, из сословия всадников (Tac. Hist. Ill 81; Suda. s. ν. Μουσώνιος Καπίτωνος). Год рождения не позднее… … Античная философия
επιτήδευση — η (AM ἐπιτήδευσις) [επιτηδεύω] υπερβολική ακρίβεια, εξεζητημένη συμπεριφορά, προσποιητός, πλαστός τρόπος («επιτήδευση ύφους ή ευγένειας») αρχ. μσν. επάγγελμα, αφοσίωση σε μια εργασία («τί τὰς λοιπὰς ἐπιτηδεύσεις ἐννοήσομεν;», Πλάτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek