- ἐπι-τήκω
ἐπι-τήκω, darauf schmelzen, daranlöthen, ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα, er goß Wachs über die Schrift, Her. 7, 239; τῷ νεκρῷ κηρόν Plut. Ages. 40; ἐπιτακήσεται p. bei Plut. non posse 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπι-τήκω, darauf schmelzen, daranlöthen, ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα, er goß Wachs über die Schrift, Her. 7, 239; τῷ νεκρῷ κηρόν Plut. Ages. 40; ἐπιτακήσεται p. bei Plut. non posse 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιτήκω — ἐπιτήκω (Α) λειώνω κάτι και τό χύνω πάνω σε κάτι άλλο («ἐπέτηξε τὸν κηρὸν ἐπὶ τὰ γράμματα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
επίτηκτος — ἐπίτηκτος, ον (Α) 1. ο περιχυμένος, καλυμμένος από λειωμένο μέταλλο 2. (ειδ.) επίχρυσος 3. ο καλυμμένος, στολισμένος με χρυσό ή με επίχρυσα κοσμήματα 4. μτφ. τεχνητός, προσποιητός, πλαστός, κίβδηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τηκτός (< τήκω… … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek