ἐπιτήδευμα

ἐπιτήδευμα

ἐπιτήδευμα, τό, die Beschäftigung, das Gewerbe, Studium, Lebensweise; ὅτι οὐδέν ἐστιν ἐπ. ἴδιον γυναικὶ πρὸς διοίκησιν πόλεως Plat. Rep. V, 455 b; ἢ μάϑημα ἢ ἐπιτήδευμα καλόν Lach. 180 c; ἔκ τινος ἐπιτηδεύματος ἤ τινος ἤϑους Legg. VI, 770 d; πρὸς τέχνην τινὰ ἢ ἄλλο ἐπ. Rep. V, 454 b; καὶ τὰ ἔϑη Phaedr. 253 a; καπηλείας, ἀρετῆς, Beschäftigung mit, Legg. IV, 711 b XI, 918 a; τὰ τῆς χώρας ἐπ., die Einrichtungen, Sitten des Landes, Thuc. 1, 138; τὰ καϑ' ἡμέραν ἐπ. 2, 37, die Beschäftigungen; εἰς τὸ ϑεῖον, herkömmliche Gottesverehrung, 7, 86; πρός τινα, das Benehmen gegen Einen, 1, 32; τὰ ἐν πενίᾳ καὶ νεότητι ἐπ. Dem. 24, 124, der Lept. 141 die Sitte Leichenreden zu halten so nennt; den ἔργα entsprechend Isocr. 2, 2 u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπιτήδευμα — pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτήδευμα — το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω] αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.) νεοελλ. συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • επιτήδευμα — το, ατος 1. βιοποριστικό έργο, επάγγελμα. 2. ο φόρος που πληρώνουν οι επιτηδευματίες (οι επαγγελματίες): Πάω να πληρώσω το επιτήδευμά μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοὐπιτήδευμα — ἐπιτήδευμα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδευμάτων — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύμασιν — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματα — ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματι — ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματος — ἐπιτήδευμα pursuit neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτηδεύματ' — ἐπιτηδεύματα , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc pl ἐπιτηδεύματι , ἐπιτήδευμα pursuit neut dat sg ἐπιτηδεύματε , ἐπιτήδευμα pursuit neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”