ἄ-τευκτος

ἄ-τευκτος

ἄ-τευκτος, der etwas nicht erlangt hat, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τευκτός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευκτός — ή, όν, Α [τεύχω] τυκτός* …   Dictionary of Greek

  • τευκτόν — τευκτός masc acc sg τευκτός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευκτοῖς — τευκτός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τευκτήν — τευκτός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκότευκτος — και χαλκεότευκτος, ον, Α κατασκευασμένος από χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηλιότευκτος — ἡλιότευκτος, ον (Α) αυτός που παράγεται ή προέρχεται από τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστότευκτος — ἡφαιστότευκτος, ον (Α) ηφαιστόπονος, κατασκευασμένος από τον Ήφαιστο («παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. νεό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • θεότευκτος — θεότευκτος, ον (AM) κατασκευασμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω, φτιάνω»), πρβλ. αν επί τευκτος, νεό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερότευκτος — ἱερότευκτος, ον (Μ) 1. ο κατασκευασμένος με ιερό τρόπο, ο κατασκευασμένος για ιεροτελεστίες («Ἱερότευκτος οἶκος», Ανδρ. Κρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + τευκτος (< τεύχω), πρβλ. μελισσό τευκτος, χρυσό τευκτος] …   Dictionary of Greek

  • καθαρότευκτος — καθαρότευκτος, ον (Μ) κατασκευασμένος άμεμπτα, με τελειότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + τευκτος (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. νεό τευκτος, ποικιλό τευκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”