- ἄ-τιτος
ἄ-τιτος, ungerächt, Il. 13, 414; ποινή, ungebüßt, 14, 484; – ungeehrt, Dion. Hal. 1, 38. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄ-τιτος, ungerächt, Il. 13, 414; ποινή, ungebüßt, 14, 484; – ungeehrt, Dion. Hal. 1, 38. S. das Vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Τίτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τίτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρινόταν για τη μεγάλη του μόρφωση. Μαθητής και συναγωνιστής του αποστόλου Παύλου, που του δίδαξε τον χριστιανισμό, αντιπροσώπευσε τους άλλοτε εθνικούς στην αποστολική σύνοδο των Ιεροσολύμων.… … Dictionary of Greek
Τίτος Τάτιος — Μυθικός βασιλιάς των Σαβίνων. Μετά τη συμφιλίωση ανάμεσα στον λαό του και στους Ρωμαίους, που ακολούθησε την αρπαγή των Σαβίνων, κυβέρνησε μαζί με τον Ρωμύλο και τους δύο λαούς. Λέγεται πως κατέλαβε το Καπιτώλιο δωροδοκώντας την Ταρπηία, την κόρη … Dictionary of Greek
Τίτος, Φλάβιος Βεσπασιανός — (Flavius Vespasianus Titus, Ρώμη 39 μ.Χ. – Άκουε Κουτίλιαι 81). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ακολούθησε το στρατιωτικό επάγγελμα, όπως και ο πατέρας του Βεσπασιανός, και διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στη Γερμανία και στη Βρετανία, όπου απέκτησε… … Dictionary of Greek
Δομιτιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Domitianus, Ρώμη 51 – 96 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (81 96). Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πατέρα του, Βεσπασιανού, στη Ρώμη, μετά την ανακήρυξη του τελευταίου ως αυτοκράτορα από τις λεγεώνες της Συρίας το 69 μ.Χ., ο Δ.… … Dictionary of Greek
Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας … Dictionary of Greek
Φρουλοβίζιο, Τίτος Λίβιος ο επωνομαζόμενος Τίτος Λίβιος της Φεράρα — (Frulovίsio, Φεράρα περ. 1400 – περ. 1456). Ιταλός ουμανιστής και συγγραφέας. Ήταν μαθητής του Γκουαρίνο και του Χρυσολωρά στη Βενετία. Συνέθεσε 3 διαλόγους (Περί της Δημοκρατίας, 1434) που προμήνυαν τα γραπτά του Μακιαβέλι και 7 κωμωδίες σε πεζό … Dictionary of Greek
Άττα, Τίτος Κουίντιος — (τέλη 2ου αι. – 77 π.Χ.). Ο νεότερος από τους τρεις κωμωδιογράφους της ρωμαϊκής κωμωδίας, που απέδωσε με τέχνη τις φλύαρες συζητήσεις των γυναικών. Μόνο αποσπάσματα των έργων του διασώθηκαν … Dictionary of Greek
Βανδής, Τίτος — (1917 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Εμφανίστηκε το 1934 στον Ιούδα του Σπ. Μελά και μέχρι το 1943 ερμήνευσε αξιόλογους ρόλους στο Εθνικό, τη Νέα Σκηνή … Dictionary of Greek
Λίβιος, Τίτος — (Titus Livius, Πάντοβα 59 π.Χ. – Ρώμη 17 μ.Χ.). Ρωμαίος ιστορικός. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έλαβε καλή ρητορική μόρφωση. Αφού έγραψε μερικούς διαλόγους, μετά το 27 π.Χ. άρχισε να γράφει στη Ρώμη το μεγάλο ιστορικό του έργο Από… … Dictionary of Greek
Μάνλιος, Τίτος Τορκουάτος — (Manlius Imperiosus Torquatus, 4ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ο πατέρας του ήταν ο Λεύκιος Μάνλιος Καπιτωλίνος. Το επώνυμό του μάλλον τού αποδόθηκε όταν αφαίρεσε από ένα Γαλάτη, τον οποίο νίκησε σε μονομαχία κοντά στη γέφυρα του ποταμού Ανιένε,… … Dictionary of Greek