- ἄτερθε
ἄτερθε, vor Vokalen ἄτερϑεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἄτερθε, vor Vokalen ἄτερϑεν, = ἄτερ, poet., τινός Pind. Ol. 9, 84; Tragg., z. B. Aesch. Suppl. 764 Soph. Ai. 630; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άτερθε — ἄτερθε(ν) (Α) [άτερ] 1. πρόθ. άτερ* 2. (ως επίρρ.) μακριά, χωριστά … Dictionary of Greek
ἄτερθε — ἄτερ without poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτερθ' — ἄτερθε , ἄτερ without poetic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] … Dictionary of Greek