ἄ-τερπος

ἄ-τερπος

ἄ-τερπος, = ἀτερπής, Il. 6, 285.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τερπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπος — εος, τὸ, Α τέρψη, τερπωλή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω κατά τα σιγμόληκτα ουδέτερα σε ος] …   Dictionary of Greek

  • τερπός — ὁ, Α (πιθ. δ. γρφ·) βλ. ταρπός …   Dictionary of Greek

  • τέρπει — τέρπος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τέρπεϊ , τέρπος neut dat sg (epic ionic) τέρπος neut dat sg τέρπω delight pres ind mp 2nd sg τέρπω delight pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπῶν — τέρπος neut gen pl (attic epic doric) τερπός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέρπιος — τέρπος neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nektarios Terpos — (Greek: Νεκτάριος Τέρπος; late 17th 18th century) was a scholar and Greek Orthodox missionary of Vlach origin. He came from a wealthy family and spend his childhood in Moscopole. As a missionary he travelled in Epirus, covering vast areas from… …   Wikipedia

  • δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

  • ευτερπής — εὐτερπής, ές (Α) τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τερπής (< τέρπω και όχι < ουσ. τέρπος, που είναι μεταγενέστερο), πρβλ. α τερπής, επι τερπής] …   Dictionary of Greek

  • τάρπη — ἡ, ΜΑ μεγάλο πλεχτό κοφίνι από κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης προέλευσης, με ευρεία ωστόσο διάδοση, από όπου και οι ποικίλες μορφές που παρουσιάζει: ταρπός και τερπός (ὁ), ταρπόνη, ταρπάνη και τερπόνη (πρβλ. αγχ όνη) και επίσης σάρπους… …   Dictionary of Greek

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”