ἄ-τερπνος

ἄ-τερπνος

ἄ-τερπνος, Ibyc. 8 bei E. M. p. 163 E. G. p. 98, nach Rheginischem Dialekt, = ἀτέρυπνος für ἄγρυπνος, schlaflos.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τερπνός — delightful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε …   Dictionary of Greek

  • τερπνός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί τέρψη, ο ευχάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τερπνά — τερπνός delightful neut nom/voc/acc pl τερπνά̱ , τερπνός delightful fem nom/voc/acc dual τερπνά̱ , τερπνός delightful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνότερον — τερπνός delightful adverbial comp τερπνός delightful masc acc comp sg τερπνός delightful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνοτάτων — τερπνός delightful fem gen superl pl τερπνός delightful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνῶν — τερπνός delightful fem gen pl τερπνός delightful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνόν — τερπνός delightful masc acc sg τερπνός delightful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνότατα — τερπνός delightful adverbial superl τερπνός delightful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπνότατον — τερπνός delightful masc acc superl sg τερπνός delightful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τερπναῖς — τερπνός delightful fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”