ἄ-τεχνος

ἄ-τεχνος

ἄ-τεχνος (τέχνη), ohne Kunst, a) kunstlos, einfach, argumentatio, Cic. Top. 4, 24; πίστεις Arist. rhet. 1, 2, den ἔντεχνοι entggstzt, die nicht der Redner angiebt, sondern äußere, schon vorhandene. – b) kunstwidrig, Ggstz ἔντεχνος, τριβή Plat. Phaedr. 260 e; unerfahren in der Kunst, Ggstz τεχνίτης Soph. 219 a; ἀτεχνότεροι καὶ ἀμαϑέστεροι Legg. III, 679 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευρεσίτεχνος — η, ο (Α εὑρεσίτεχνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευρεσίτεχνο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αρχ. αυτός που ανακαλύπτει τέχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι (< ευρίσκω) τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, κακό τεχνος) …   Dictionary of Greek

  • εύτεχνος — εὔτεχνος, ον (ΑΜ) (για πράγματα) αυτός που είναι έντεχνα κατασκευασμένος αρχ. (για πρόσ.) έμπειρος στην τέχνη, βαθύς γνώστης τής τέχνης. επίρρ... εὐτέχνως (ΑΜ) επιτήδεια, επιδέξια, με τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό… …   Dictionary of Greek

  • ισότεχνος — ἰσότεχνος, ον (Α) ίσος με κάποιον άλλο στην τέχνη ή στην επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος, ομοιό τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) …   Dictionary of Greek

  • καλλίτεχνος — η, ο (Α καλλίτεχνος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί με καλλιτεχνία αρχ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ὁ, ἡ καλλίτεχνος αυτός που κατασκευάζει καλλιτεχνήματα, ο καλλιτέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. κακό τεχνος,… …   Dictionary of Greek

  • κατάτεχνος — κατάτεχνος, ον (Α) εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες τής τέχνης, πολύ έντεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, σύν τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτότεχνος — η, ο επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά τεχνος, πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • κακιζότεχνος — κακιζότεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού γλύπτη Καλλιμάχου) αυτός που κακίζει τα έργα τέχνης, αυτός που τούς βρίσκει μόνο ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακίζω + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιότεχνος — ματαιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • μαυρότεχνος — μαυρότεχνος, η, ον (Μ) 1. (υβριστικά) αυτός που ασχολείται με τη μαύρη τέχνη, με τη μαγεία 2. αυτός που είναι σιδεράς και λερώνεται από το κάρβουνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. καλλί τεχνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”