τεγκτός — ή, ό / τεγκτός, ή, όν, ΝΑ [τέγγω] νεοελλ. μτφ. μαλακός, υποχωρητικός, ελαστικός αρχ. 1. αυτός που μαλακώνει όταν βραχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «τεγκτούς χρηστούς» … Dictionary of Greek
τεγκτά — τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc pl τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc/acc dual τεγκτά̱ , τεγκτός capable of being softened in water fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγκτῶν — τεγκτός capable of being softened in water fem gen pl τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγκτόν — τεγκτός capable of being softened in water masc acc sg τεγκτός capable of being softened in water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγκτοῦ — τεγκτός capable of being softened in water masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεγκτούς — τεγκτός capable of being softened in water masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] … Dictionary of Greek
οφθαλμότεγκτος — ὀφθαλμότεγκτος, ον (Α) αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)] … Dictionary of Greek