- ὁμο-γάλακτος
ὁμο-γάλακτος, = Folgdm, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-γάλακτος, = Folgdm, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπογάλακτος — λιπογάλακτος, ον (Μ) λιπόθηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ομο γάλακτος, πολυ γάλακτος] … Dictionary of Greek
πολυγάλακτος — η, ο / πολυγάλακτος, ον, ΝΑ 1. αυτός που περιέχει πολύ γάλα 2. (για ζώα) αυτός που αποδίδει, που παράγει άφθονο γάλα («πολυγάλακτον ζῷον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γάλακτος (< γάλα, ακτος), πρβλ. ομο γάλακτος] … Dictionary of Greek
λιπόθηλος — λιπόθηλος, ον (Μ) (για τα χοιρίδια που γεννήθηκαν κατά τον χειμώνα και τα οποία απωθεί η μητέρα τους από τη θηλή τού μαστού λόγω ελλείψεως γάλακτος) στερημένος τής θηλής τού μαστού, στερημένος τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(o) * + θηλος(< θηλή) … Dictionary of Greek