ὁμο-γάλαξ

ὁμο-γάλαξ

ὁμο-γάλαξ, ακτος, ὁ, ἡ, mit derselben Milch gesäugt, Milchbruder, überh. Geschlechtsverwandter, οἱ ὁμογάλακτες, Arist. pol. 1, 1, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεογάλαξ — νεογάλαξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που μόλις πριν από λίγο άρχισε να θηλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γάλαξ (< γάλα), πρβλ. ομο γάλαξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”