- ὁμο-γέρων
ὁμο-γέρων, οντος, ὁ, Mitgreis, Genoß des Greisenalters, Luc. merc. cond. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-γέρων, οντος, ὁ, Mitgreis, Genoß des Greisenalters, Luc. merc. cond. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek