- ὁμο-ειδής
ὁμο-ειδής, ές, gleichartig, Arist. anim. 1, 1; von gleicher Gestalt, Pol. 34, 11, 17; D. Hal. u. a. Sp. – Adv., M. Ant. 9, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμο-ειδής, ές, gleichartig, Arist. anim. 1, 1; von gleicher Gestalt, Pol. 34, 11, 17; D. Hal. u. a. Sp. – Adv., M. Ant. 9, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζαλοειδής — ζαλοειδής, ές (Μ) θυελλώδης, ζαλόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλος (I) + κατάλ. ειδής (πρβλ. ομο ειδής, ωο ειδής)] … Dictionary of Greek
θαλασσοειδής — ές (Α θαλασσοειδής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ειδής (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, ομο ειδής] … Dictionary of Greek
θαλλοειδής — ές αυτός που έχει μορφή θαλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + ειδής* (< είδος), πρβλ. ομο ειδής, σκωληκο ειδής] … Dictionary of Greek
θεοειδής — ές (ΑΜ θεοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με τον θεό (ή τους θεούς) («θεοειδές πρόσωπον», Πλάτ.) αρχ. 1. (για πράγματα) θείος, θεϊκός («θεοειδεῖς λίθους», Ιάμβλ.) 2. θεοσεβής 3. το ουδ. ως ουσ. τό θεοειδές η ομοιότητα προς τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia