Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ζωογενής — ές (Α ζωογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός νεοελλ. αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ημιγενής — ἡμιγενής, ές (Α) 1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής 2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ηπειρογενής — ἠπειρογενής, ές (Α) ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + γενής < γένος (πρβλ. γη γενής, ομο γενής)] … Dictionary of Greek
θαλασσογενής — ές (Α θαλασσογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα νεοελλ. αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια τού θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + γενής (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, ομο… … Dictionary of Greek
θεογενής — και θεογεννής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ιδογενής — ἰδογενής, ές (Α) ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ινδογενής — ἰνδογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + γενής (< γένος), πρβλ. ιθα γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
πολυγενής — ές, Α αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
ομοιογενής — ές (Α ὁμοιογενής, ές) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις 2. ομοιόμορφος. επίρρ... ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς) με ομοιογενή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia