ὁμο-γενής

ὁμο-γενής

ὁμο-γενής, ές, 1) von gleichem Geschlechte, blutsverwandt; Eur. Or. 244 Phoen. 1378 u. öfter; Plat. Tim. 18 d; Arist. u. Sp.; τινός, Luc. D. Mort. 23, 3. – 2) zugleich, mit erzeugend, Soph. O. R. 1362, ὁμ. δ' ἀφ' ὧν αὐτὸς ἔφυν τάλας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ζωογενής — ές (Α ζωογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από ζώο, ζωώδης, θνητός νεοελλ. αυτός που προέρχεται από ζώο (α. «ζωογενείς ύλες» β. «ζωογενή μικρόβια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ημιγενής — ἡμιγενής, ές (Α) 1. ο γεννημένος κατά το ήμισυ, ατελής 2. (για φρούτα και καρπούς) αυτός που δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μισογινωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ηπειρογενής — ἠπειρογενής, ές (Α) ο κάτοικος μεσογειακής, ηπειρωτικής περιοχής σε αντίθεση με τον νησιώτη και τον κάτοικο παραθαλάσσιας περιοχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπειρος + γενής < γένος (πρβλ. γη γενής, ομο γενής)] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσογενής — ές (Α θαλασσογενής, ές) αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα νεοελλ. αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια τού θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + γενής (< γένος), πρβλ. ενδο γενής, ομο… …   Dictionary of Greek

  • θεογενής — και θεογεννής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε ή κατάγεται από κάποιον θεό («θεός τοι καί θεογενής», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ιδογενής — ἰδογενής, ές (Α) ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ινδογενής — ἰνδογενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + γενής (< γένος), πρβλ. ιθα γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • πολυγενής — ές, Α αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γενής (< γένος), πρβλ. μονο γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιογενής — ές (Α ὁμοιογενής, ές) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος νεοελλ. 1. αυτός που έχει ίδια προέλευση ή ίδιες επιδιώξεις 2. ομοιόμορφος. επίρρ... ομοιογενώς (Α ὁμοιογενῶς) με ομοιογενή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”