ὁμο-γενέτωρ

ὁμο-γενέτωρ

ὁμο-γενέτωρ, ορος, leiblicher Bruder, Eur. Phoen. 168.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”