- ὁμό-κεντρος
ὁμό-κεντρος, mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὁμό-κεντρος, mit gleichem, mit einem Mittelpunkte, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημίκεντρος — ἡμίκεντρος, ον (Α) αυτός που κείται μεταξύ δύο κύριων σημείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κεντρος (< κέ ντρον), πρβλ. από κεντρος, ομό κεντρος] … Dictionary of Greek
μακρόκεντρος — η, ο (Α μακρόκεντρος, ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας braconidae αρχ. 1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.) 2. (για καρπούς,… … Dictionary of Greek